- δορυφορῶ
- δορυφορέωattend as a body-guardpres subj act 1st sg (attic epic doric)δορυφορέωattend as a body-guardpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δορυφορώ — (AM δορυφορῶ, έω) είμαι δορυφόρος, σωματοφύλακας νεοελλ. ακολουθώ τυφλά, δουλικά κάποιον μσν. 1. περιστοιχίζω, περιτριγυρίζω αρχ. 1. είμαι οπλισμένος με δόρυ 2. διαφυλάσσω, διασφαλίζω 3. βρίσκομαι κάτω από την επίδραση ή την προστασία κάποιου 4.… … Dictionary of Greek
Δορυφόρω — Δορυφόρος masc nom/voc/acc dual Δορυφόρος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόρω — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut nom/voc/acc dual δορύφορος spear bearing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) δορυφόρος masc/fem/neut nom/voc/acc dual δορυφόρος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δορυφόρῳ — Δορυφόρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφόρῳ — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut dat sg δορυφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδορυφόρητος — ἀδορυφόρητος, ον (Α) [δορυφορῶ] αυτός που δεν έχει δορυφόρους, δηλ. σωματοφύλακες, αυτός που δεν έχει συνοδεία σωματοφυλάκων ή που δεν φυλάσσεται από αυτούς … Dictionary of Greek
συνδορυφορώ — έω, Α είμαι και εγώ επίσης δορυφόρος, σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δορυφορῶ «είμαι δορυφόρος, σωματοφύλακας»] … Dictionary of Greek